Τι είναι οι ομάδες Balint;

Τι είναι οι ομάδες Balint

Οι ομάδες Balint δημιουργήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1950 από τους ψυχαναλυτές Michael και Enid Balint, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν τους γενικούς γιατρούς (general practitioners) να επιτύχουν μία βαθύτερη κατανόηση του συναισθηματικού περιεχομένου της σχέσης γιατρού-ασθενή και να βελτιώσουν έτσι τη θεραπευτική δυνατότητα. Στη συνέχεια οι ομάδες αυτές διαδόθηκαν στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο καταλαμβάνοντας μία σημαντική θέση στην κλινική πρακτική και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και σταδιακά επεκτάθηκαν και σε άλλους επαγγελματικούς τομείς όπως κοινωνικοί λειτουργοί, παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί κλπ.

Η συμμετοχή στις ομάδες Balint παρέχει έναν προστατευμένο χώρο για να σκεφτεί ο επαγγελματίας τις περιπτώσεις που τον δυσκολεύουν δημιουργώντας του ένα αίσθημα αμηχανίας, ανημπόριας ή κολλήματος. Μέσω της συζήτησης του δίνεται η δυνατότητα να εξερευνήσει και να βρει νέους τρόπους προσέγγισης της σχέσης με τον ασθενή του. Επιπλέον, όπως προκύπτει από έρευνες, η συμμετοχή στις ομάδες Balint βοηθά να αποφευχθεί η επαγγελματική εξουθένωση του επαγγελματία (burn out) καθώς αυτές παρέχουν ένα υποστηρικτικό πλαίσιο αλληλεγγύης και αντιμετώπισης του αισθήματος μοναχικότητας που συνήθως συνοδεύει το κλινικό έργο.

Οι ομάδες Balint αποτελούνται συνήθως από γιατρούς και ψυχολόγους και έναν ή δυο συντονιστές που διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση του συντονιστή ομάδας. Παραδοσιακά ο συντονιστής ήταν ψυχαναλυτής αλλά στη συνέχεια μπορούσε να είναι και γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας. Ο αριθμός των μελών που απαρτίζει την κάθε ομάδα κυμαίνεται από 6 έως 10 άτομα. Οι συναντήσεις πραγματοποιούνται σε τακτές χρονικές περιόδους, συνήθως μία φορά την εβδομάδα ή το δεκαπενθήμερο, ώστε να παρακολουθείται σε μια συνέχεια η πρόοδος των ασθενών, αλλά και να επιτρέπεται στα μέλη της ομάδας να αισθανθούν άνετα μεταξύ τους. Οι συναντήσεις διαρκούν 1 1/2 ώρα τη φορά και έχουν συγκεκριμένη δομή για την οποία είναι υπεύθυνοι οι συντονιστές της ομάδας.
Κύριος στόχος της ομάδας είναι να σκεφτούν τα μέλη και να συζητήσουν γύρω από την εκάστοτε κλινική περίπτωση στην οποία η σχέση θεράποντα-θεραπευόμενου προκαλεί προβληματισμούς ή δημιουργεί συναισθηματικά εμπόδια. Μέσα από τη συζήτηση ο θεράπων εμπλουτίζει τον τρόπο σκέψης του και μαθαίνει να κατανοεί καλύτερα και να αξιοποιεί τη σχέση του με τον ασθενή με τρόπο ωφέλιμο για τον ίδιο και το κλινικό του έργο.
Ξεκινώντας η διαδικασία ο συντονιστής ρωτά «Ποιος έχει έναν ασθενή να παρουσιάσει» και όποιο μέλος της ομάδας επιθυμεί, παρουσιάζει ένα περιστατικό του. Τα υπόλοιπα μέλη ακούν χωρίς να διακόπτουν. Στη συνέχεια «οι ακροατές» μπορούν να θέσουν αν έχουν κάποιο διευκρινιστικό ερώτημα στον αφηγητή. Κατόπιν και εφόσον απαντηθούν οι ερωτήσεις, οι ακροατές μπορούν να εκφράσουν την γνώμη τους και τα συναισθήματά που τους δημιουργήθηκαν από την ιστορία του ασθενούς και να κάνουν υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβαίνει τόσο στον ασθενή και τον θεράποντα όσο και στη μεταξύ τους σχέση. Ο αφηγητής στη φάση αυτή ακούει χωρίς να παρεμβαίνει, έχοντας έτσι την δυνατότητα να επεξεργαστεί και να αποκτήσει μια καινούρια οπτική της σχέσης του με τον ασθενή του. Στο τέλος, μπαίνει πάλι και ο αφηγητής στη συζήτηση εκφράζοντας και ο ίδιος την γνώμη του, τις σκέψεις του και τα συναισθήματα του σε σχέση με τα όσα ειπώθηκαν από την ομάδα.
Παρ’ότι η μέθοδος βασίστηκε σε ψυχαναλυτικές ιδέες πάνω στην δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων, το έργο της ομάδας αφορά το καθημερινό κλινικό έργο των μελών της και γι’ αυτό στην ομάδα χρησιμοποιείται απλή γλώσσα και δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Απαραίτητη θεωρείται η ελευθερία στο συνειρμό των σκέψεων και των συναισθημάτων, καθώς και η ειλικρίνεια. Παρά το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες μπορούν να αναφέρουν προσωπικές τους εμπειρίες αν αυτές τους φαίνονται σχετικές, δεν επιτρέπεται καμία ανεπιθύμητη και ενοχλητικη ερώτηση ή σχολιασμός των μελών της ομάδας πάνω σε προσωπικά ζητήματα. Η τήρηση του απορρήτου και ο σεβασμός στο λόγο του εκάστοτε ομιλητή χωρίς κριτική είναι τα βασικά στοιχεία της λειτουργίας της ομάδας και προστατεύονται από αυτή και κυρίως από τον συντονιστή.

Οφέλη από τη συμμετοχή στην ομάδα

Το πρώτο και κύριο όφελος που έχει ένα μέλος της ομάδας είναι το ασφαλές μέρος μέσα στο οποίο μπορεί να μιλήσει για τις διαπροσωπικές πτυχές της εργασίας του με τον ασθενή του και να ακουστεί με κατανόηση από τους υπόλοιπους. Πολλοί συμμετέχοντες αναφέρουν ότι αποκτούν καλύτερο έλεγχο της εργασίας τους, καθώς και αυξημένη ικανοποίηση, μιας και η βαθύτερη κατανόηση της σχέσης θεράποντα-θεραπευόμενου βοηθά στην ανακάλυψη αποτελεσματικότερων τρόπων διαχείρισης των συναισθηματικών εντάσεων και των δυσκολιών που μπορεί να προκύψουν μέσα στη θεραπευτική σχέση.

Βιβλιογραφία

About Balint Groups, Balint Society of Australia and New Zealand, http://balintaustralia.org/about-balint-groups/

Introduction to Balint Groups, Work and How to Survive it podcast, http://thinkingspaceconsultancy.com/balintgroups/

Salinsky, J. (June 2009). A very short introduction to Balint groups. Retrieved from http://balint.co.uk/about/introduction/

Salinsky, J. (2003). Balint groyps and the Balint method. Retrieved from http://balint.co.uk/about/the-balint-method/

Scroll to Top